τηλεβόας

τηλεβόας
ο, ΝΑ
νεοελλ.
1. (παλαιότερα) χοάνη από λεπτό έλασμα χαλκού ή ορειχάλκου με μήκος 30 ώς 40 εκατοστόμετρα, ο λαιμός τής οποίας κατέληγε σε επιστόμιο από όπου ο χειριστής εκφωνούσε παραγγέλματα, συνθήματα ή οδηγίες, κν. χωνί
2. (μεταγενέστερα) ηλεκτρονική συσκευή που ενισχύει τη φωνή σε σημαντικό βαθμό
αρχ.
1. αυτός που έχει δυνατή φωνή, που ακούγεται μακριά
2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) oἱ Τηλεβόαι
φυλή Ακαρνάνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)-* + -βόας (< βοῶ), πρβλ. υψι-βόας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τηλεβόας — τηλεβόᾱς , τηλεβόας shouting afar masc acc pl τηλεβόᾱς , τηλεβόας shouting afar masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλεβόας — ο μεταλλικός κωνικός σωλήνας που δυναμώνει τη φωνή ομιλητή, ώστε να ακούγεται μακριά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τηλεβόας — Τηλεβόᾱς , Τηλεβόης masc acc pl Τηλεβόᾱς , Τηλεβόης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλεβόαι — τηλεβόας shouting afar masc nom/voc pl τηλεβόᾱͅ , τηλεβόας shouting afar masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλεβοῶν — τηλεβόας shouting afar masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλεβόαις — τηλεβόας shouting afar masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλεβόης — τηλεβόας shouting afar masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλεβόου — τηλεβόας shouting afar masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλεβόῃ — τηλεβόας shouting afar masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλεβόα — τηλεβόᾱ , τηλεβόας shouting afar masc nom/voc/acc dual τηλεβόας shouting afar masc voc sg τηλεβόᾱ , τηλεβόας shouting afar masc gen sg (doric aeolic) τηλεβόας shouting afar masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”